Η μωρία της ειδωλολατρίας
Βλέπουν την ωραιότητα της δημιουργίας και αγνοούν τον Δημιουργόν. (Του Πατρός Ευθυμίου Μπαρδάκα)
Ανόητοι καί εγωισταί κατά βάθος είναι οι άνθρωποι, στους οποίους επικρατεί άγνοια του Θεού και οι οποίοι δεν κατώρθωσαν από τα ορώμενα ωραία δημιουργήματα να γνωρίσουν τον ένα και μόνον υπάρχοντα Θεόν, και, επειδή δεν πρόσεξαν τα έργα Του, δεν επίστευσαν στον καλλιτέχνη της δημιουργίας. Αλλά εθεώρησαν θεούς καί κυβερνήτας και άρχοντας του σύμπαντος, τή φωτιά, τον άνεμο, τον λεπτόν και ευκίνητον αέρα, τους κύκλους των άστρων, το ορμητικό νερό, τους φωστήρας του ουρανού, τον ήλιο και την σελήνη. Εάν, λοιπόν, οι ειδωλολάτρες τερπόμενοι από την ωραιότητα των δημιουργημάτων αυτών τα εθεώρησαν ως θεούς, ας μάθουν πόσο καλύτερος και ανώτερος είναι ο κυρίαρχος και Δημιουργός αυτών διότι η πηγή και η αιτία του κάλλους, είναι ο Θεός, Αυτός εδημιούργησε αυτά. Εάν δε η δύναμη και η δραστηριότητα αυτών, των δημιουργημάτων, τους κατέπληξε, ας εννοήσουν από τα δημιουργήματα αυτά πόσο απείρως ισχυρότερος είναι εκείνος που τα κατεσκεύασε. Διότι από το μεγαλείο και την καλλονή των δημιουργημάτων ανάγεται κανείς στην θεώρηση του Θεού, κατ’αναλογία. Αναζητούντες και θέλοντες να εύρουν τον Θεόν στά κτίσματα, πλανώνται. Είναι ασυγχώρητοι, διότι ζούν και αναπνέουν ανάμεσα στα θαυμαστά έργα του Θεού, τα διερευνούν και πείθονται με τα ίδια των τα μάτια ότι είναι καλά, τέλεια και ωραία αυτά που βλέπουν. Εάν κατώρθωσαν τόσο πολύ να προχωρήσουν στή γνώση, ώστε να μπορούν να γνωρίσουν τον κόσμον, πόσο ευκολώτερα και ταχύτερα θα έπρεπε να έχουν γνωρίσει τον Δημιουργό του κόσμου; Εχουν θέσει τίς ελπίδες των οι άνθρωποι, στα νεκρά και άψυχα είδωλα. Αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν θεούς των τά έργα χειρών ανθρώπων, καμωμένα από χρυσό και άργυρο, κατειργασμένα με τέχνη, διάφορα ομοιώματα ζώων ή κάποιον ανωφελή λίθον, γλυπτό κάποιας αρχαίας χειρός. Ας πάρωμε ένα ξυλοκόπο, ένα ξυλουργό. Αυτός πριόνισε ένα κατάλληλο ξύλινο κορμό. Έξυσε αυτόν ολόγυρα και αφήρεσε με τέχνη όλον τον φλοιόν. Έπειτα επεξειργάσθη με δεξιότητα τον κορμό και κατεσκεύασε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο για την εξυπηρέτηση της καθημερινής ζωής του. Τα ξύλινα δε και περιττά πλέον αποκόμματα από την εργασία του αυτή, τα χρησιμοποίησε στο πυρ.... Ένα όμως από τα ξύλινα αυτά απορρίμματα, εντελώς άχρηστο, ξύλο στραβό, το πήρε και κατά τίς ώρες που δεν είχε άλλη απασχόληση, το σκάλισε και με την σοφήν του πείρα έδωσε σ΄αυτό ένα ωρισμένο σχήμα. Το εμορφοποίησε σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου ή του έδωσε την μορφή ενός ζώου. Το άλειψε με κόκκινη βαφή και με κατάλληλα χρώματα του έδωσε χρώμα στην επιφάνειά του και σκέπασε έτσι κάθε κηλίδα. Αφού έκτισε μια αντάξια αίθουσα το τοποθέτησε στον τοίχο και το στερέωσε για να μη πέση κάτω στο έδαφος. Κατ’αυτόν τον τρόπο, επρονόησε, ώστε αυτό να μη πέση κατά γης, γνωρίζων ότι δεν μπορεί αυτό να βοηθήση τον εαυτόν του, διότι είναι απλώς κάποια άψυχη εικόνα και έχει ανάγκη βοήθειας. Ενώ, τέτοιο είναι το άψυχο κατασκεύασμα, εν τούτοις προσεύχεται σ΄αυτό και το παρακαλεί για τήν περιουσία του, για τήν υγεία του, τους γάμους του και για τα παιδιά του. Και δεν ντρέπεται να απευθύνεται στο άψυχο αυτό είδωλο και να επικαλείται το άψυχο αυτό κατασκεύασμα των χειρών του περί της υγείας...... Να αξιώνη και να ελπίζη ζωή από τον νεκρό, να ικετεύη το εντελώς ανίσχυρο αυτό ξόανο και να ζητή βοήθεια στα ταξίδια του από αυτό το οποίο είναι ανίκανο να χρησιμοποιήση τα πόδια του. Για την επιτυχία δε των εργασιών του και την εξασφάλιση των μέσων της συντηρήσεώς του, ζητεί δύναμη και δραστηριότητα από εκείνο που δεν ημπορεί ουδέ επ’ελάχιστον να κινήση τα χέρια του.
--------------------------------------------------
ΑΙΝΕΙ, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον·
αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου
αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου
ἕως ὑπάρχω.
Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων,
Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων,
οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία.
Εξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται
Εξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται
πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ.
Μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ
Μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ
ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ
Τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν
καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·
Τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰῶνα,
ποιοῦντα κρῖμα τοῖς ἀδικουμένοις, διδόντα τροφὴν
ποιοῦντα κρῖμα τοῖς ἀδικουμένοις, διδόντα τροφὴν
τοῖς πεινῶσι.
Κύριος λύει πεπεδημένους,
Κύριος σοφοῖ τυφλούς, Κύριος ἀνορθοῖ κατερραγμένους, Κύριος ἀγαπᾷ δικαίους,
Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ.
Βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα, ὁ Θεός σου, Σιών, εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
Κύριος σοφοῖ τυφλούς, Κύριος ἀνορθοῖ κατερραγμένους, Κύριος ἀγαπᾷ δικαίους,
Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ.
Βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα, ὁ Θεός σου, Σιών, εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου