Ἀπὸ τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, εἰσερχόμεθα εἰς νέαν Ἐκκλησιαστικὴν περίοδον, εἰς τὴν περίοδον τοῦ Τριωδίου. Περίοδον κατ’ ἐξοχὴν πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ἠθικῆς περισυλλογῆς. Κατ’ αὐτὴν καὶ μέχρι τοῦ Πάσχα, τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν θὰ συνωστίζονται εἰς τοὺς Ἱ. Ναοὺς καὶ μὲ τοὺς ὡραίους καὶ κατανυκτικοὺς ὕμνους, τοὺς ὁποίους θὰ ἀκούουν, κατανυκτικώτερα, θὰ προσφέρουν τὴν λατρείαν των πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶναι τὸ πρῶτον καθῆκον μας κατὰ τὴν Κυριακήν. Πότε ὅμως μάς δίδει πολλές καὶ μεγάλες ὠφέλειες;
Ὁ ἕνας ἀνέβηκε γιὰ νὰ ἐπιδειχθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸ κάνει μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς προσευχῆς του. Ἂν μπορῆ αὐτὸ νὰ ὀνομασθῆ προσευχή! «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης. Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι».
Ὁ ἄλλος ἀνέβηκε εἰς τὸν Ναὸν διὰ νὰ ζητήση τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ. «Καὶ μὴ θέλων οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι» λόγω τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἔτυπτε τὸ στῆθος καὶ προσευχόμενος ἔλεγε: «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Καὶ ἔτσι ὁ πρῶτος πῆγε καὶ ἔμεινε Φαρισαῖος, ὁ ἄλλος πῆγε Τελώνης καί ἁμαρτωλός, ἐπέστρεψε ὅμως δικαιωμένος.
Αὐτὸ καλούμεθα νὰ κάνωμε καὶ ἡμεῖς. Νὰ μεταβάλωμε εἰσερχόμενοι ἐντός τοῦ Ναοῦ τὸν ἑαυτόν μας. Νὰ ἀποβάλωμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ὑπεροψία... καὶ ὅλες τίς κακίες. Νὰ σκεπτώμεθα τίς ἁμαρτίες τῆς ἑβδομάδος πού διεπράξαμε καὶ νὰ συντρίβεται ἡ ψυχή μας. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν συντριβὴν νὰ λαμβάνωμε τὴν σταθερήν ἀπόφαση νὰ μὴ ἐπανέλθωμε, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, πλέον εἰς αὐτάς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τῆς βαθειᾶς καὶ εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἰδοὺ ἕνα ἀνεκτίμητο κέρδος τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.
Εἶναι τρομερὸ νὰ φεύγη κανεὶς ἀπὸ τὸν Ναὸν καὶ τὴν προσευχὴ χωρὶς ὠφέλεια. Ἀκόμη τρομερώτερο καὶ μὲ ψυχική βλάβη νὰ ἐκκλησιάζεται διὰ νὰ λάβη τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφεσιν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ καθίσταται ἔνοχος ἀσεβείας. Ἔτσι δυστυχῶς συμβαίνει καὶ εἰς πολλοὺς ἐκ τῶν χριστιανῶν σήμερα. Καὶ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ψάλτης καὶ οἱ ὑπηρετοῦντες ἐν τῶ Ναῶ, ἐὰν δὲν προσέξουν, μπορεῖ νὰ φεύγουν ζημιωμένοι (ὑπερηφάνεια, ἐπίδειξις ἀμφίων, φωνῆς, ἐνδυμασίας...). Καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ μὲ μάταιες διεκδικήσεις (στασίδια ἐμφανῆ, εἰδικές θέσεις ἐν τῷ Ναῶ, ἀξιώσεις νὰ κοινωνήσουν πρῶτοι τῶν Θείων Μυστηρίων, σέ ἐπιταφίους, σέ μνημονεύσεις...).
Στὴν προσευχή, στὴν Ἐκκλησία, ἡ στάσις τοῦ Τελώνου, εἶναι στάσις συναισθήσεως καὶ συντριβῆς, στάσις μετανοίας εἰλικρινοῦς καί πρέπει ἡ στάσις αὐτή νὰ γίνη καὶ δική μας.
Τότε μόνον θὰ ἔχωμε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ φεύγωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένοι καί μέ χάριν Θεοῦ.
***
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν.... προσεύξασθαι». Μέ τὸν ἴδιο σκοπὸ ἀνέβησαν ἀλλά διαφορετικὰ πράγματα ἐπεδίωξαν.Ὁ ἕνας ἀνέβηκε γιὰ νὰ ἐπιδειχθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸ κάνει μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς προσευχῆς του. Ἂν μπορῆ αὐτὸ νὰ ὀνομασθῆ προσευχή! «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης. Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι».
Ὁ ἄλλος ἀνέβηκε εἰς τὸν Ναὸν διὰ νὰ ζητήση τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ. «Καὶ μὴ θέλων οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι» λόγω τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἔτυπτε τὸ στῆθος καὶ προσευχόμενος ἔλεγε: «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Καὶ ἔτσι ὁ πρῶτος πῆγε καὶ ἔμεινε Φαρισαῖος, ὁ ἄλλος πῆγε Τελώνης καί ἁμαρτωλός, ἐπέστρεψε ὅμως δικαιωμένος.
Αὐτὸ καλούμεθα νὰ κάνωμε καὶ ἡμεῖς. Νὰ μεταβάλωμε εἰσερχόμενοι ἐντός τοῦ Ναοῦ τὸν ἑαυτόν μας. Νὰ ἀποβάλωμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ὑπεροψία... καὶ ὅλες τίς κακίες. Νὰ σκεπτώμεθα τίς ἁμαρτίες τῆς ἑβδομάδος πού διεπράξαμε καὶ νὰ συντρίβεται ἡ ψυχή μας. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν συντριβὴν νὰ λαμβάνωμε τὴν σταθερήν ἀπόφαση νὰ μὴ ἐπανέλθωμε, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, πλέον εἰς αὐτάς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τῆς βαθειᾶς καὶ εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἰδοὺ ἕνα ἀνεκτίμητο κέρδος τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.
***
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν.... προσεύξασθαι»Εἶναι τρομερὸ νὰ φεύγη κανεὶς ἀπὸ τὸν Ναὸν καὶ τὴν προσευχὴ χωρὶς ὠφέλεια. Ἀκόμη τρομερώτερο καὶ μὲ ψυχική βλάβη νὰ ἐκκλησιάζεται διὰ νὰ λάβη τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφεσιν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ καθίσταται ἔνοχος ἀσεβείας. Ἔτσι δυστυχῶς συμβαίνει καὶ εἰς πολλοὺς ἐκ τῶν χριστιανῶν σήμερα. Καὶ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ψάλτης καὶ οἱ ὑπηρετοῦντες ἐν τῶ Ναῶ, ἐὰν δὲν προσέξουν, μπορεῖ νὰ φεύγουν ζημιωμένοι (ὑπερηφάνεια, ἐπίδειξις ἀμφίων, φωνῆς, ἐνδυμασίας...). Καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ μὲ μάταιες διεκδικήσεις (στασίδια ἐμφανῆ, εἰδικές θέσεις ἐν τῷ Ναῶ, ἀξιώσεις νὰ κοινωνήσουν πρῶτοι τῶν Θείων Μυστηρίων, σέ ἐπιταφίους, σέ μνημονεύσεις...).
Στὴν προσευχή, στὴν Ἐκκλησία, ἡ στάσις τοῦ Τελώνου, εἶναι στάσις συναισθήσεως καὶ συντριβῆς, στάσις μετανοίας εἰλικρινοῦς καί πρέπει ἡ στάσις αὐτή νὰ γίνη καὶ δική μας.
Τότε μόνον θὰ ἔχωμε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ φεύγωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένοι καί μέ χάριν Θεοῦ.
Ἀθανάσιος Γαβριήλ
συγχαριτηρια
ΑπάντησηΔιαγραφή